- απολευκαινω
- ἀπολευκαίνωἀπο-λευκαίνωделать белым
(κόνις ἀπολευκαίνουσα τὸν ἀέρα Plut.)
; pass. белеть Arst., Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(κόνις ἀπολευκαίνουσα τὸν ἀέρα Plut.)
; pass. белеть Arst., Plut.Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
απολευκαίνω — (Α ἀπολευκαίνω) καθιστώ κάτι εντελώς λευκό νεοελλ. 1. πλένω καλά τα ρούχα 2. τελειώνω τη λεύκανση των ρούχων … Dictionary of Greek
απολεύκανση — η τέλεια λεύκανση, ξάσπρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < απολευκαίνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek